παραπιπράσκω

παραπιπράσκω
Α
1. πωλώ κάτι σε μειωμένη τιμή
2. πωλώ επί πλέον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + πιπράσκω «πουλώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παράπρασις — ἡ, Α [παραπιπράσκω] πώληση ενός πράγματος με ζημία, πώληση εμπορεύματος σε τιμή κατώτερη τού κόστους του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”